Ἀκτορίς

Ἀκτορίς
Ἀκτορίς
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ακτορίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Πιστή υπηρέτρια της Πηνελόπης, που έμεινε κοντά της στα χρόνια που έλειπε ο Οδυσσέας στην Τροία. Η Α. υπηρετούσε στο ιδιαίτερο δωμάτιο της Πηνελόπης από την πρώτη ημέρα του γάμου της (Οδύσσεια, ψ) …   Dictionary of Greek

  • Ἀκτορίδας — Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc acc pl Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀκτορίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”